Οι περισσότεροι έχουμε βιώσει σε κάποια φάση της ζωής μας αρνητικά συναισθήματα, άγχος ή κάποιας μορφής ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Ωστόσο, το στρες είναι μια πολύ φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού. Σε περιπτώσεις κινδύνου, το συμπαθητικό νευρικό σύστημα κινητοποιείται, ώστε να είμαστε έτοιμοι για μια άμεση αντίδραση.
Σε μια περίπτωση έκτακτης ανάγκης, η καρδιά αρχίζει να χτυπάει πιο γρήγορα, στέλνοντας περισσότερο αίμα στο μυϊκό σύστημα.
Η αναπνοή γίνεται πιο γρήγορη, οι πεπτικές λειτουργίες αναστέλλονται προσωρινά και το αίσθημα του πόνου σταματάει. Αποδεσμεύεται περισσότερη γλυκόζη στο αίμα και δεν νιώθουμε πια αίσθημα κόπωσης.
Το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα με τη σειρά του, έρχεται να μας ηρεμήσει και να επαναφέρει όλες τις λειτουργίες του οργανισμού σε φυσιολογικά επίπεδα.
Ως εκ τούτου, γίνεται κατανοητό πως για την εύρυθμη λειτουργία του σώματος και του οργανισμού μας, χρειάζεται να υπάρχει ισορροπία μεταξύ του συμπαθητικού και του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος
Μεταξύ των όσων αναφέρονται παραπάνω, χρειάζεται να συμπεριλάβουμε και τον υποθάλαμο. Ο υποθάλαμος αποτελεί ένα τμήμα του διάμεσου εγκεφάλου που θεωρείται ο βασικός ρυθμιστής του αυτόνομου νευρικού και ενδοκρινικού συστήματος.
O υποθάλαμος είναι το βασικό κέντρο ελέγχου και ρύθμισης τόσο της συμπαθητικής όσο και της παρασυμπαθητικής μοίρας του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Παίζει σημαντικό ρόλο στη συναισθηματική συμπεριφορά, ρυθμίζει τη νευροέκκριση, τη θερμοκρασία του σώματος και τη ρύθμιση πρόσληψης τροφής. Επίσης ελέγχει τους βιολογικούς ρυθμούς του οργανισμού.
Από τον υποθάλαμο ανιχνεύονται τα πρώτα σήματα που σηματοδοτούν μία ενδεχόμενη απειλή για το σώμα και το ωθούν σε δράση.
Είναι γνωστό ότι το οξύ στρες κινητοποιεί άμεσα και ταυτόχρονα τρία συστήματα: το ζωικό νευρικό σύστημα, το αυτόνομο (συμπαθητικό και παρασυμπαθητικό) νευρικό σύστημα και το νευροενδοκρινικό σύστημα (ορμόνες του στρες: κορτιζόλη, επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη).
Χρόνιο στρες
Τα παραπάνω αποτελούν μεμονωμένη και φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού σε καταστάσεις που μας δημιουργούν στρες. Εφόσον όμως οι στρεσογόνοι παράγοντες αυξάνονται και δεν υποχωρούν άμεσα, τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με το φαινόμενο του χρόνιου στρες. Ένα χαρακτηριστικό του σύγχρονου τρόπου ζωής των ανθρώπων.
Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια συνεχή κατάσταση συναγερμού, με κάποια συστήματά του οργανισμού μας να λειτουργούν στο μέγιστο, ενώ κάποια άλλα να αδρανούν πλήρως.
Εφόσον όμως μία τέτοια κατάσταση συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να αντιμετωπίσουμε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία μας.
Σε περιόδους έντονου στρες, συχνά παρατηρείται καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος, αρνητική επίδραση στο νευρικό μας σύστημα, ακόμα και στην παραγωγή ορμονών.
Αξίζει να αναφερθεί, πως ενδέχεται να υπάρξει και σοβαρή επίδραση στα λοιμώδη νοσήματα αλλά και στα αυτοάνοσα, καθώς και στις δερματικές παθήσεις.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα του στρες διαφέρουν ανάλογα με το είδος του, κάποια από αυτά είναι τα ακόλουθα :
- Ζαλάδες
- Κλάμα
- Διαταραχές ύπνου
- Κόπωση
- Κεφαλαλγίες
- Ταχυκαρδία
- Κοιλιακό άλγος
- Δύσπνοια
- Δυσκολία κατάποσης
- Έλλειψη κινήτρων
- Εκρήξεις θυμού
- Τρόμος
- Αίσθημα αστάθειας
Βελονισμός και Φυσικοθεραπεία
Ο ιατρικός Βελονισμός θεωρείται μια από τις αρχαιότερες θεραπευτικές μεθόδους για την αντιμετώπιση ενός μεγάλου φάσματος παθήσεων και ασθενειών.
Συχνά γίνεται συνδυαστικά με την κλασική ιατρική και την φυσικοθεραπεία, αποτελώντας μια φυσική προσέγγιση στην διαχείριση του στρες.
Τα αποτελέσματα είναι άμεσα ορατά από τις πρώτες κιόλας συνεδρίες.
Η θεραπευτική δράση του βελονισμού αφορά στη ρύθμιση της λειτουργίας του υποθαλαμοϋποφυσιακού άξονα. Αυτό συμβαίνει μέσω σημείων βελονισμού που βρίσκονται διάσπαρτα στη κοιλιακή χώρα, στα άκρα, στη κατώτερη θωρακική και άνω οσφυϊκή περιοχή παρασπονδυλικά, στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα και στο λοβό του αυτιού.
Σε περιπτώσεις αυτοάνοσων νοσημάτων (διαταραχών ύπνου, δερματικές παθήσεις συσχετιζόμενες με το στρες κ.α) χρησιμοποιούνται αυτά τα παραπάνω βασικά σημεία βελονισμού για την ανακούφιση του ασθενούς και την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ο Βελονισμός εξομαλύνει την ημερήσια διακύμανση των επιπέδων κορτιζόλης και μελατονίνης. Επίσης μειώνει τη συμπαθητική δραστηριότητα που σχετίζεται με το στρες και ρυθμίζει ανοσιακούς μηχανισμούς, βελτιώνοντας τη μη ειδική ανοσιακή απάντηση.
Μηχανισμός δράσης
Τοποθετώντας πολύ λεπτές βελόνες σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, ο μηχανισμός δράσης του βελονισμού είναι βασισμένος στο να διεγείρει το ενδοκρινικό και το νευρικό μας σύστημα.
Απελευθερώνοντας ουσίες όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, βοηθάει στην εξισορρόπηση μεταξύ των συστημάτων του οργανισμού. Έτσι τροποποιεί την χημεία του εγκέφαλου και χαλαρώνει το νευρικό σύστημα.
Μετά τον βελονισμό, τα συναισθήματα που νιώθουμε συνήθως είναι ευφορία, χαλάρωση και εμφανή βελτίωση της διάθεσης.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα ιατρικά πρωτόκολλα εντάσσουν και την φυσικοθεραπεία ως επιπρόσθετη συνδυαστική θεραπεία, για την αντιμετώπιση ψυχικών διαταραχών.
Χρησιμοποιώντας μεθόδους όπως η εκμάθηση διαφραγματικής αναπνοής, οι μαλάξεις, η κινησιοθεραπεια και οι τεχνικές stress release, η φυσικοθεραπεία συμβάλλει στην μείωση του στρες καθώς και στην αντιμετώπιση του.
Επιπλέον, συνδυαστικά η φυσικοθεραπεία και ο ιατρικός Βελονισμός είναι σε θέση να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου, καθώς και διαφόρων νευρολογικών και μυοσκελετικών διαταραχών.
Tip: Ενημερωθείτε σχετικά με τον Βελονισμό – Ηλεκτροβελονισμό.